lonely
Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011
Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011
Χωρισμός
Μεσημέρι
Στου αγέρα την κάφτρα
Καίω τη θύμηση σε ό,τι με πονά
Αφήνω στην άμμο την πνοή του έρωτά μας
Να την καταπιεί το κύμα
Όπως τα όνειρα που χτίζαμε
Παλάτια στην άμμο
Αφήνω τα δάκρυα που ξέχασες στην αγκαλιά μου
Χρεωμένα σε σένα
Μέχρι να τα στεγνώσει η απόσταση
Αφήνω το χρόνο να σε διαγράψει
Και την αλμύρα της θάλασσας να μου κλείσει τις πληγές
Συγνώμη που έχασες μαζί μου το χρόνο σου
Μα λυπάμαι που σου ‘δωσα ένα κομμάτι της ζωής μου
Κράτα το να συγκρίνεις τα πάθη σου...
Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011
μικρό, πικρό παραμύθι...
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαμε σε μια χώρα με σημαία… με θρησκεία… με ιστορία… με παράδοση… με δραχμές… αλλά και με αξίες και ιδανικά!
Στην πορεία της ζωής η χώρα έπιασε ευρωπαϊκό λιμάνι και τις δραχμές τις πουλήσανε με αντάλλαγμα ευρώ…
Ο Αρχικαπετάνιος σκέφτηκε να μεθύσει τους ναύτες, με ούζο και κρασί…
Άρχισε τότε με το πλήρωμα –τριακόσιοι καπετάνιοι και καπετάνισσες- να τρώνε τα ευρώ από τα σεντούκια στα αμπάρια του πλοίου….
Χαμπάρι οι ναύτες…
Από το τρελό φαγοπότι, όλοι μαζί αποκοιμήθηκαν και το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο στη Μεσόγειο…
Όταν οι ναύτες ξύπνησαν, τα αμπάρια ήταν σπασμένα και τα σεντούκια άδεια.. δεν είχε μείνει τίποτα…
Και το πλοίο βούλιαζε…
Όλοι μαζί τότε αγανακτισμένοι πήγαν έξω απ’ τη γέφυρα του πλοίου και φωνάζανε στους καπετανέους – άνδρες και γυναίκες – αλλά που… κανείς τους δεν τολμούσε να τους κοιτάξει κατάματα και να τους πει την αλήθεια, εκτός από έναν που παραδέχτηκε ότι όλοι μαζί συμμετείχαν στο τσιμπούσι…
Ζητήσανε τότε οι φαγωμένοι, ένα ρυμουλκό να τραβήξει το πλοίο στη στεριά , μπας και σωθούνε οι νηστικοί… ήρθανε ρυμουλκά από παντού, τραβήξανε το πλοίο, τραβήξανε , τραβήξανε…
Πουλήσανε τις δραχμές…
Φάγανε τα ευρώ…
Την παράδοσή μας, ΔΕ μπορούν να την πουλήσουν!
Την ιστορία μας, ΔΕ μπορούν να την πουλήσουν!
Τη θρησκεία μας, ΔΕ μπορούν να την πουλήσουν!
Τις αξίες μας και τα ιδανικά μας, ΔΕ μπορούν να τα πουλήσουν!
Τη σημαία μας μπορούν να την πουλήσουν?
Το πλοίο μας μπορούν να το πουλήσουν?
Όταν βγούμε στη στεριά, μήπως θα έχουνε υποστείλει τη σημαία?
Γιατί οι ναύτες να πληρώσουνε τα ρυμουλκά?
…Και ζήσανε οι καπετανέοι καλά κι οι ναύτες χειρότερα…
23/09/2011
Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011
Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011
Συμπαράσταση
Άναψαν τα φώτα
Στους δρόμους της πόλης
Που κοιμάται στους ρυθμούς του ονείρου
Ντύθηκαν με τη σιωπή
Όλοι οι ήχοι της μέρας
Συμπαράσταση σε όσους έφυγαν
Για λίγες ώρες μόνο
07/03/2000
Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011
Επιστροφή
Απέραντο βαθύ αυτό που αφήνεται εμπρός σου.
Άσπρα κύματα, μανιασμένα και ήρεμα, απειλητικά.
Συνεπιβάτες στο ταξίδι σου.
Οδηγοί των πιο τρελών σκέψεών σου,
πρωτεργάτες της λήθης που δεν επέτρεψες να σβήσει απ’ τη μνήμη τη μορφή της.
Γι’ αυτήν επιστρέφεις κι έχεις θέα το γνωστό άγνωστο.
Αυτό που γνώρισες τότε που έφευγες.
7/7/2001
Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011
Το «πολύ» του έρωτα
Πολύ γκρίζος ο ουρανός για χαμόγελα,
πολύ μουντός ο καιρός για εκδρομές,
μα στη δική σου την αγάπη δε χωράνε αναβολές και αφορμές.
Πολύ κοντά το παρελθόν για να μην το θυμάμαι, πολύ μακριά το αύριο για να το περιμένω,
μα στη δική σου την αγάπη όλα τα ξέχασα κι όλα τα αναμένω.
Πολύ το φιλί που μου χάρισες,
πολύ το σ’ αγαπώ να μου το λες,
μα στη δική σου την αγάπη έκλεισαν όλες οι αγιάτρευτες μου πληγές.
Πολύ το «πολύ» του έρωτά σου,
πολύ το χάδι σου που με συντροφεύει,
μα η δική μας η αγάπη άλλη αγάπη δε γυρεύει.
4/3/2003
Στην εθνική της μοναξιάς
Στην εθνική της μοναξιάς έκανα προσπεράσεις, φανάρια δε σκεφτόμουνα, σκέτος καπνός γινόμουνα
ψάχνοντας ίχνος αγκαλιάς άλλαζα παραστάσεις.
Τα φώτα θάμπωναν πνοές, τί δύσκολα στον πόνο, τιμόνι άψυχο κρατώ, καθρέφτες ψεύτες δεν κοιτώ
κι οι αναμνήσεις απ’ το χθες να σταματούν το χρόνο.
Ξάφνου να αδιέξοδο κι εμπόδιο με φρενάρει
η μοναξιά με άφησε, ο πόνος με παράτησε,
δίνω καρδιά, το έξοδο, με έρωτα θα την πάρει.
Στην εθνική της μοναξιάς σπάσαν τα φρένα της καρδιάς
και τώρα πια θα οδηγώ με το τιμόνι σ’ αγαπώ.
3/6/2001
Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011
Νυχτερινό
Με ένα φιλί για καληνύχτα
κι απ’ έξω ο άνεμος στο χορό του δοσμένος,
το σκοτάδι κυρίαρχος, το φεγγάρι απόλυτα μόνο
κι ο κόσμος σωπαίνει.
Κρέμονται τ’ άστρα με κλωστές αόρατες
πάνω απ’ τα βλέφαρά μας,
όταν ο ουρανός σου μοιάζει ξένος.
Μέσα το φως της καρδιάς κι η φλόγα ατέλειωτη. Κλείνουν τα μάτια,
φτερά ανοίγουν τα κορμιά
σε άλλη γη να βρουν καταφύγιο.
Ξημέρωσε ο έρωτας!
Στο ρυθμό του ανέμου τα όνειρα προσπερνάνε, ιδρώνουν απ’ την αντοχή, κοιμούνται,
και ξανά ίδιες κινήσεις μαρτυρούν πως κάνουν.
Στη θάλασσα του χρόνου έπεσαν οι ώρες
κι οι φλόγες έσβησαν.
Χάνει το θρόνο η σελήνη, ποιος ήλιος τη ζήλεψε; Ξημέρωσε και η ζωή!
4/2/2003
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)